ΤΟ ΛΕΩΦΟΡΕΙΟ ΘΙΣΒΗ – ΑΘΗΝΑ (κατευθείαν).
— Έλα πίσω…έλα…έλα…πάρτο λίγο δεξιά,
ακόμα λίγο.. έλα…έλα.. όοοοπα!!! καλά είσαι.
— Κόφτο όλο αριστερά τώρα και τράβα μπροστά.
— Δεν πάει άλλο, είναι η μουριά.
— Έλα πίσω …έλα…έλα…έλα…έλα.
— Ναι. Έλα όπως είσαι ..έλα…έλα…έλα… όοοπα!!!.
— Ίσιωσε το τώρα. Είσαι ελεύθερος.
Πολλοί θα θυμούνται αυτά τα λόγια. Τα έχουν ακούσει πολλές φορές στην πλατεία του χωριού μας, στην Θίσβη, στην δεκαετία του ’50.
Είναι ο διάλογος του οδηγού με τον εισπράκτορα όταν του έκανε “κουμάντο” για να σταθμεύση το λεωφορείο στην πλατεία.
Θυμάστε εκείνα τα μικρά λεωφορεία με την μακριά μούρη, όχι τα πούλμαν.
Μερικοί οδηγοί υπέφεραν να γυρίσουν το τιμόνι που τότε ήταν “μηχανικό” κι όχι υδραυλικό όπως είναι σήμερα που το γυρίζουμε άνετα με ένα δαχτυλάκι. Πολλές φορές αγανακτούσαν τα ”έβαζαν” με αυτούς που έκαναν τις στροφές στα Βάγια, ειδικά τον χειμώνα.
Εκείνα τα χρόνια είχε ένα δρομολόγιο την ημέρα το ΚΤΕΛ από τη Αθήνα για την Θίσβη “το κατευθείαν” στις 4 το απόγευμα κάνοντας μια μικρή στάση στην Θήβα. Το λεωφορείο έμενε στο χωριό και έφευγε την άλλη μέρα το πρωί στις 6 η ώρα για Θήβα και το ίδιο μετά συνέχιζε για Αθήνα.
Μερικές φορές κάποιο καινούργιο λεωφορείο – πούλμαν το λέγανε – ερχόταν στο χωριό και τρέχαμε όλοι να το δούμε. Αυτό ήταν ωραίο, μεγάλο, όμορφο, πλουμιστό. Ήταν γεμάτο στολίδια. Εικονίτσες, αυτοκόλλητα, φωτογραφίες, λουλούδια αληθινά και πλαστικά.
Όσοι επιθυμούσαν να ταξιδέψουν “έβγαζαν” το εισιτήριο συνήθως από την προηγούμενη ημέρα. Εάν έκοβαν το εισιτήριο ενωρίς έπαιρναν και καλή θέση. Πρακτορείο ήταν το καφενείο στην πλατεία, που είχε μια κατάσταση και έγραφε τα ονόματα που ήθελαν να ταξιδέψουν. Αν ήσουν πρώτος για παράδειγμα, έπαιρνες την θέση στο πρώτο κάθισμα, ο δεύτερος τη θέση με το νούμερο δυο κ.λ.π.
Το καφενείο άνοιγε πρωί-πρωί και σιγά-σιγά κατέφθαναν οι ταξιδιώτες. Κάθονταν μέσα στο καφενείο, οι μεγάλοι έπαιρναν το καφεδάκι τους και οι γυναίκες με τα παιδιά…τίποτα να μην τους ζαλίσει το λεωφορείο.
Σε λίγο έφταναν ο εισπράκτορας με τον οδηγό κι αφού πίνανε και αυτοί το καφεδάκι τους, άρχιζε η φόρτωση των αποσκευών. Στη σκεπή του λεωφορείου υπήρχε μια σκάρα σχεδόν σε όλο το μήκος του. Ο εισπράκτορας ήταν πάνω, ο οδηγός στη μέση της σκάλας και εμείς από κάτω του δίναμε τις βαλίτσες και τα κοφίνια. Όταν τελείωνε η φόρτωση, ο εισπράκτορας σκέπαζε την …πραμάτεια με έναν μουσαμά, την έδενε με ένα σκοινί και ο εισπράκτορας με την κατάσταση στο χέρι, φώναζε τα ονόματα και ο καθένας καθόταν στη θέση του.
Να σημειώσουμε εδώ ότι συνήθως τα κοφίνια ήταν γεμάτα με ένα καρβέλι ζυμωτό ψωμί, τραχανά, χυλοπίτες, τυρί, σταφύλια κι ότι άλλο είχε η Μάνα να στείλει στον γιο, και στην κόρη που πήγαιναν στην Αθήνα. Τα περισσότερα ήταν ασυνόδευτα. Ταξίδευαν δηλαδή μόνα τους με μια ταμπελίτσα με το όνομα του παραλήπτη ο οποίος περίμενε στο πρακτορείο της Αθήνας και το έπαιρνε.
Τη στιγμή που δίναμε τις βαλίτσες και τα κοφίνια στον εισπράκτορα να τα φορτώσει, του δίναμε και ένα δίφραγκο ή τάλιρο ανάλογα με το μέγεθος και το βάρος που είχε η κάθε αποσκευή. Αυτά τα λεφτά ο εισπράκτορας τα έβαζε στην τσέπη του χωρίς να μας δίνει απόδειξη όπως έκανε με τα εισιτήρια. Εκείνα τα χρόνια ήταν άγνωστη λέξη, αλλά τώρα που το σκέφτομαι λέω… μήπως είχε αρχίσει από τότε η “φοροδιαφυγή”.
Ο εισπράκτορας, εκτός από την φορτοεκφόρτωση των αποσκευών, είχε κι άλλες υπηρεσίες και υποχρεώσεις. Έπρεπε να κρατάει το λεωφορείο καθαρό και να τα βγάζει πέρα με τις ζαλάδες και τις λιγούρες των επιβατών οι οποίοι ασυνήθιστοι στο “ταρακούνημα” του λεωφορείου (άσχημος δρόμος, πέτρες, λακκούβες και στροφές ), δεν άντεχαν και τους “έπιανε” το στομάχι τους. Πολλοί δεν έτρωγαν τίποτα από το βράδυ για να είναι άδειο το στομάχι τους, άλλοι έτρωγαν κάτι στεγνό.
Υπήρχε και ένα χαπάκι για την περίπτωση το οποίο βοηθούσε λίγο χωρίς όμως να λύνει το πρόβλημα.
Θυμάμαι “το…εισπράκτωρ…σακούλα”.. Στο άκουσμα αυτών των λέξεων, ο εισπράκτορας πεταγόταν σαν ελατήριο να φέρει τη σακούλα και να προλάβει το… κακό.
Ένα ταξίδι από την Αθήνα στη Θίσβη τα χρόνια εκείνα δεν γινόταν για χάρη γούστου, αλλά μόνο όταν υπήρχε ανάγκη. Για εμάς τα παιδιά το να μπούμε στο λεωφορείο, ήταν …όνειρο.
Κάναμε και το “κομμάτι” μας στους φίλους που μας έβλεπαν να κατεβαίνουνε από το λεωφορείο στην πλατεία του χωριού.
Σήμερα βέβαια όλα αυτές οι εικόνες μας φαίνονται γραφικές, σαν ένα όνειρο, απίστευτες, όμως τα χρόνια αυτά ήτανε, χρόνια δύσκολα, φτωχά και πικραμένα για τον τόπο μας.
Θίσβη, 29 Ιούνη 2023
Δημήτριος Ε. Μιχάλης
* ΦΩΤ: Το λεωφορείο του Θανάση Λαγού, αρχές δεκαετίας του 50, που εκτελούσε την συγκοινωνία Θίσβη – Θήβα – Αθήνα.
Κίνηση πολιτών Θίσβης