Από την Δημόσια Κεντρική Βιβλιοθήκη της Λιβαδειάς αναδημοσιεύουμε το παρακάτω σχετικό άρθρο της φιλολόγου Ιωάννας Ζωγράφου με πληροφορίες από το βιβλίο του Γεωργίου Κουτσαβδή «Όμορφη που είναι η Λιβαδειά», 1965.
…..Περίλαμπρη ημέρα που συμπληρώνεται με την περιφορά της ιερής εικόνας και την αθρόα συμμετοχή κληρικών και λαού.
Ποια όμως είναι η ιστορία του Μητροπολιτικού Ναού και για ποιους λόγους πολιούχος είναι η ίδια η Υπεραγία Θεοτόκος;
Για να κατορθώσουμε έγκυρες απαντήσεις στα ερωτήματα θα αναγκαστούμε να ανατρέξουμε στο όχι πολύ μακρινό παρελθόν.
Αμέσως μετά την απελευθέρωση από τον τουρκικό ζυγό, πόθος και αίτημα των απλών κατοίκων, αλλά και των τοπικών αρχόντων της πόλης μας ήταν η ανέγερση ενός Μητροπολιτικού Ναού ανάλογο των προσδοκιών και της πίστης των, μέχρι εκείνη τη στιγμή, υπόδουλων και καταπιεσμένων πολιτών της.
Θα χρειαστεί όμως να περάσουν είκοσι ολόκληρα χρόνια μέχρι να συσταθεί η αρμόδια επιτροπή, η οποία θα προχωρούσε στις κατάλληλες κινήσεις για την πραγματοποίηση αυτού του δύσκολου, λόγω των οικονομικών συνθηκών, αλλά φιλόδοξου εγχειρήματος.
Έτσι, φτάνοντας στο 1855 άμεση προτεραιότητα είχε η κατεδάφιση του, από τουρκοκρατίας, Tζαμιού του Σταροπάζαρου, (η οποία και πραγματοποιήθηκε με την εθελοντική εργασία των ακάματων κατοίκων), μια και στη θέση του αποφασίστηκε, καθόλου τυχαία, η ανέγερση του Ναού της σημερινής Μητροπόλεως: δίπλα από το παλιό τζαμί βρισκόταν ο μικρός Ναός της Υπεραγίας Θεοτόκου, η Ελεούσα.
Αφετηρία του έργου η 21η Νοεμβρίου του 1856, ημέρα εορτασμού των Εισοδίων της Θεοτόκου που βρίσκει τους πρόθυμους Λειβαδίτες να έχουν ξεκινήσει με δικά τους έξοδα την ανέγερση του Ναού. Όμως το κόστος ήταν δυσβάστακτο και οι στόχοι δυσανάλογα υψηλοί των οικονομικών δυνατοτήτων. Και για αυτό ο Αντώνιος Γεωργαντάς, δήμαρχος Λιβαδειάς και βουλευτής και ο Μητροπολίτης Θηβών και Λεβαδείας Αμβράμιος έστειλαν στο βασιλιά Όθωνα την εξής επιστολή, με την οποία ζητούσαν την συνδρομή του.
Μεγαλειότατε, η έλλειψις κεντρικού Ναού εν τη πόλη Λεβαδείας, καθισταμένη οσημέραι επαισθητοτέρα, επέφερε τέλος την απόφασιν παρά των αρμοδίων προσώπων του ν’ αναπληρωθή δι’ οικοδομής όσον οίον τε μεγαλοπρεπούς και καταλλήλου και ήδη ήρηατο αυτή προβαίνει μ’ όλην την εντέλειαν. Επειδή δε τα μέσα όσα προς τον σκοπόν τούτον διετέθησαν επί του τόπου δεν επαρκούσιν προς τελειοποίησιν του προκειμένου Ιερού Ναού, το Δημοτικόν Συμβούλιον επεφόρτισεν ημάς όπως υποβάλωμεν εις τους πόδας του Υψηλού Υμετέρας Μεγαλειότητος θρόνου την ταπεινήν του παράκλησιν του να ευαρεστηθή η Υμ. Μεγαλειότης, ως και εις τους λοιπούς οικοδομηθέντας εις τας διαφόρους του Κράτους επαρχίας, να χορηγήση ανάλογον βοήθειαν προς αποπεράτωσην αυτού. Εκπληρούντες όθεν την ως ερρέθη εντολήν, ευελπιζόμεθα οτι η Υμετέρα Μεγαλειότης θέλει ευδοκήση να ευεργετήση και πάλιν την πόλην της Λεβαδείας. Διατελούμεν της Υμετέρας Μεγαλειότητος ταπεινότατοι και ευπειθέστατοι υπήκοοι και δούλοι.
Ο Θηβών και Λεβαδείας
Αβράμιος
Αν. Γεωργαντάς
Αθήναι τη 9 Ιανουαρίου 1856
Ο Βασιλιάς ύστερα από 16 μήνες προωθεί την αίτηση στο υπουργείο Εκκλησιαστικών, προκειμένου να αποφασισθεί η χορήγηση της αιτούμενης οικονομικής ενίσχυσης. Αν και τελικά το δάνειο εγκρίθηκε, η ανέγερση ολοκληρώθηκε περίπου το 1860, αφού το έργο ξεπέρασε τον προϋπολογισμό, διότι οι Λειβαδίτες θέλησαν να επενδύσουν το Ναό εξωτερικά με πελεκητούς λίθους και μάρμαρα και ίσως, υπήρχαν ακόμα ως το 1874 εκκρεμείς οικονομικές υποχρεώσεις.
Το 1919, αμέσως μετά την αποφοίτησή του, του ανατέθηκε η αγιογράφηση του τρούλου του ναού των Εισοδίων της Παναγίας, της Μητροπόλεως της Λιβαδειάς. Ολόκληρο
το εικονογραφικό πρόγραμμα, κατά την εκκλησιαστική παράδοση, με κύριο θέμα τον
Παντοκράτορα, τους αγγέλους, τους προφήτες, τους ευαγγελιστές.
(πηγή:Όλγα Μεντζαφού-Πολύζου Θεόδωρος Λαζαρής)
Τελικά ο Ναός, χώρος λατρείας και προσευχής, παραδόθηκε στους κατοίκους της πόλης μας, αντάξιος των αρχικών οραμάτων τους, και κάθε χρονιά τιμούν με περισσή κατάνυξη, ευλάβεια και μεγαλοπρέπεια το ιερό πρόσωπο της Παναγίας,με το Βασιλικό Διάταγμα στις 25/6/1948 που ορίζεται και επισήμως η ημέρα αυτή ως ημέρα της Πολυούχου της πόλης της Λιβαδειάς.
Επιμέλεια – Φωτογραφίες : Χρυσάνθη Τσεπραηλίδου