Πώς η υπογεννητικότητα αλλάζει τα μαιευτήρια της Αθήνας και τις ειδικότητες στα νοσοκομεία
«Από το 2005 έως το 2008, συνέβαινε συχνά λεχωίδες να μετακομίζουν από τα κρεβάτια της μαιευτικής κλινικής σε αυτά της γυναικολογικής, λόγω υπερ-πληρότητας των πρώτων. Τώρα μετράμε άδεια κρεβάτια στη σειρά». Η Γεωργία Ποντίκη, προϊσταμένη μαία Α’ Νοσηλευτικού Τομέα στο μαιευτήριο ΕΛΕΝΑ ΒΕΝΙΖΕΛΟΥ, αναπολεί εκείνη την εποχή που οι μαίες και οι μαιευτήρες δούλευαν εντατικά αλλά με χαρά.
Στο μεγαλύτερο δημόσιο μαιευτήριο της πρωτεύουσας από τις περίπου 150 κλίνες του μαιευτικού τμήματος (σε σύνολο περίπου 410 όλων των γυναικολογικών κλινικών του νοσοκομείου) γεμίζουν πια οι 70 με 80, δηλαδή περίπου οι μισές.
20% λιγότεροι τοκετοί.
Εκείνο το διάστημα, το καμπανάκι της υπογεννητικότητας δεν είχε ακόμα χτυπήσει και οι γεννήσεις ήταν σταθερά περισσότερες από τους θανάτους, λέει ο Γιώργος Κολιόπουλος, υπεύθυνος της Αίθουσας Τοκετών και επιστημονικός υπεύθυνος, διευθυντής στη Β’ Μαιευτική Γυναικολογική Κλινική στο ίδιο μαιευτήριο.
«Θυμάμαι πόσο μεγάλο πρόγραμμα ημερήσιων τοκετών είχαμε πριν από 10 χρόνια και πόσο αισθητή είναι τώρα η διαφορά. Η εικόνα που έδινε το μαιευτήριο ήταν ζωντανή και πολύβουη» τονίζει, ενώ κάνει λόγο για πτώση της τάξης του 20% στον αριθμό των τοκετών που πραγματοποιούνται στο ΕΛΕΝΑ σε βάθος πενταετίας.
Στο ιστορικό μαιευτήριο το οποίο ξεκίνησε τη λειτουργία του το 1926 και σήμερα διαθέτει μια σειρά υπηρεσιών όπως η τράπεζα μητρικού γάλακτος και το πρότυπο κέντρο μαστού, λειτουργούν έξι μαιευτικές κλινικές. Κάποιες από αυτές, όπως αυτή που διευθύνει ο κ. Κολιόπουλος, συνεχίζουν να δουλεύουν με εντατικούς ρυθμούς, άλλες όμως υπολειτουργούν.
Η μείωση του αριθμού των γιατρών στο ΕΣΥ συμβαδίζει με τη μείωση των γεννήσεων. Η Β’ γυναικολογική κλινική έχει πια πέντε γυναικολόγους, ενώ υπήρχε εποχή που είχε εννέα. – Γιώργος Κολιόπουλος, υπεύθυνος της Αίθουσας Τοκετών και επιστημονικός υπεύθυνος, διευθυντής στη Β’ Μαιευτική Γυναικολογική Κλινική του ΕΛΕΝΑ
Οπως εξηγεί ο κ. Κολιόπουλος, υπάρχει λόγος για αυτόν τον άνισο καταμερισμό. «Καθώς περνούν τα χρόνια, ολοένα και περισσότεροι γιατροί συνταξιοδοτούνται από το ΕΣΥ και δεν αντικαθίστανται. Δεδομένου ότι ο νέος νόμος τους το επιτρέπει, η συντριπτική πλειονότητα εξ αυτών συνεχίζουν ιδιωτικά το έργο τους. Οι πελάτισσες τους, τούς ακολουθούν στα ιδιωτικά μαιευτήρια, κάτι που έχει συντελέσει στη μείωση των γεννήσεων στα δημόσια μαιευτήρια. Εν ολίγοις, η μείωση του αριθμού των γιατρών στο ΕΣΥ συμβαδίζει με τη μείωση των γεννήσεων. Η Β’ γυναικολογική κλινική έχει πια πέντε γυναικολόγους, ενώ υπήρχε εποχή που είχε εννέα».
Στο ΕΛΕΝΑ, όπως συμβαίνει και στα άλλα μαιευτήρια, δημόσια και ιδιωτικά, η πτώση των τοκετών οδήγησε στην αύξηση των γυναικολογικών ιατρείων –χειρουργικών, ογκολογικών κ.λπ.– τα οποία έχουν σταθερή ζήτηση.
Νέα δεδομένα για τα ιδιωτικά μαιευτήρια
Στα στοιχεία που παραχώρησε η ΕΛΣΤΑΤ αποτυπώνεται η πτωτική εικόνα στα μαιευτήρια της Αθήνας, ιδιωτικά και δημόσια, τα οποία διεκπεραιώνουν έως 43% των γεννήσεων σε όλη τη χώρα.
Το 2020 οι τοκετοί στα μαιευτήρια της Αττικής –στα στοιχεία δεν συμπεριλαμβάνεται το ΑΤΤΙΚΟΝ– ήταν 35.535, το 2021 αυξήθηκαν στις 36.718, το 2022 έπεσαν στις 32.514 με περαιτέρω πτώση το 2023 στις 30.585.
Ο Στέφανος Χανδακάς, πρόεδρος Δ.Σ στο μαιευτήριο ΜΗΤΕΡΑ και επίσης πρόεδρος της ΜΚΟ Hope Genesis, που δραστηριοποιείται μεταξύ άλλων στην ελληνική περιφέρεια καλύπτοντας τα έξοδα εγκυμοσύνης και τοκετού σε εγκύους, περιγράφει στην «Κ» την εξής εικόνα.
«Οταν ξεκίνησαν να δημιουργούνται τα ιδιωτικά μαιευτήρια στην Ελλάδα το 1970, είχαμε περίπου 200.000 γεννήσεις τον χρόνο στη χώρα μας και οι 80.000 με 100.00 πραγματοποιούνταν στον ιδιωτικό τομέα. Το ισοζύγιο ανάμεσα σε δημόσιο και ιδιωτικό τομέα ήταν για πολλά χρόνια περίπου 50-50. Το 1979 το Μητέρα ξεκίνησε τη λειτουργία του με 501 κρεβάτια και επί σειρά ετών πραγματοποιούσε 20.000 τοκετούς τον χρόνο. Οταν ξεκίνησε και το ΙΑΣΩ το 1996, οι τοκετοί στο ΜΗΤΕΡΑ έγιναν 15.000 και ισάριθμοι ήταν αυτοί του ΙΑΣΩ».
Σύμφωνα με τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ, στον Δήμο Αμαρουσίου όπου βρίσκονται τα δύο μεγάλα ιδιωτικά μαιευτήρια της Αθήνας, το 2022 δηλώθηκαν 17.793 γεννήσεις ενώ το 2023, 16.504. Από αυτές οι 7.500 πραγματοποιούνται σύμφωνα με τον κ. Χανδακά στο ΜΗΤΕΡΑ, ενώ, στο ΛΗΤΩ (το οποίο ανήκει στον ίδιο επιχειρηματικό όμιλο) πραγματοποιούνται πια 3.000 γεννήσεις τον χρόνο.
Οι 11.000 γεννήσεις που πραγματοποιούνται πλέον στα δύο μαιευτήρια του ομίλου μας πριν από πέντε χρόνια έφταναν τις 15.000-16.000. Τα τελευταία 5 χρόνια έχουμε μια σταθερή πτώση 5-10% ετησίως. – Στέφανος Χανδακάς, πρόεδρος Δ.Σ στο μαιευτήριο ΜΗΤΕΡΑ και πρόεδρος της ΜΚΟ Hope Genesis
Σύμφωνα με τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ, στο ΡΕΑ που βρίσκεται στον Δήμο Παλαιού Φαλήρου, το 2022 πραγματοποιήθηκαν 5.397 τοκετοί ενώ το 2023, 4.945. Το 2020 οι τοκετοί στο εν λόγω μαιευτήριο ήταν 5.798. Στο ΑΤΤΙΚΟΝ σύμφωνα με τον κ. Χανδακά οι τοκετοί υπολογίζονται στους 1.000 τον χρόνο. Στο ΕΛΕΝΑ και το ΑΛΕΞΑΝΔΡΑ οι τοκετοί κυμαίνονται από 3.000 έως 4.000 τον χρόνο και στο ΑΡΕΤΑΙΕΙΟ είναι από 300 έως 500.
«Μετατρεπόμαστε σταδιακά από μαιευτήριο σε νοσοκομείο»
Οσο για τον τρόπο με τον οποίο προσαρμόζονται τα ιδιωτικά μαιευτήρια απέναντι στις δομικές αλλαγές που συντελούνται στο δημογραφικό της χώρας o κ. Χανδακάς σημειώνει: «Στο ΜΗΤΕΡΑ, ξεκινήσαμε να βλέπουμε αυτήν την αλλαγή στη λειτουργία μας πριν από δέκα χρόνια και πολύ εμφατικά την τελευταία πενταετία. Αυτό που κάναμε και αποδείχθηκε σωτήριο για το νοσοκομείο και είναι μια διαδικασία που υιοθετούν κι άλλα ιδιωτικά μαιευτήρια είναι να μετατρεπόμαστε σταδιακά από μαιευτήριο σε νοσοκομείο. Το μεγάλο κομμάτι των εργασιών μας παραμένει το μαιευτικό-γυναικολογικό αλλά εν τω μεταξύ ιδρύθηκε μια Γενική Κλινική αλλά και μια Παιδιατρική Κλινική, οπότε ουσιαστικά το ΜΗΤΕΡΑ έγινε τρία νοσοκομεία. Οσο φθίνει το μαιευτικό κομμάτι, τόσο προμοτάρουμε τις άλλες δύο κλινικές για να καλύψουμε την πληρότητα. Η ναυαρχίδα μας παραμένει το ΜΗΤΕΡΑ. Εδώ έχουν γεννηθεί άλλωστε 700.000 Ελληνες. Παρ’ όλα αυτά πρέπει να λαμβάνουμε υπ’ όψιν μας τη νέα τάξη πραγμάτων».
Η υπογεννητικότητα δεν πλήττει μόνο τον κύκλο εργασιών των μαιευτηρίων αλλά την εργασία των μαιευτήρων και των μαιών. Οπως περιγράφει ο κ. Χανδακάς, «πολλοί γιατροί του χώρου μας και ειδικά αυτοί που είναι μία ή και δύο γενιές μεγαλύτεροι από εμάς, είναι μόνο μαιευτήρες. Επένδυσαν μόνο σε αυτό το κομμάτι αφού στην εποχή τους η δουλειά έφτανε και περίσσευε για όλους. Οι γυναικολόγοι της γενιάς μου ήμασταν οι πρώτοι που ξεκινήσαμε να ασχολούμαστε με το χειρουργικό κομμάτι (υπογονιμότητα, εξωσωματική, λαπαροσκοπικά χειρουργεία, ρομποτικά χειρουργεία κ.λπ.). Σε αυτό το κομμάτι η γυναικολογία κάνει διαρκώς άλματα γι’ αυτό και πολλά μαιευτήρια, δημόσια και ιδιωτικά, αυξάνουν τις συγκεκριμένες εργασίες. Οσοι γιατροί δεν έχουν μπει σε αυτό τον χώρο δύσκολα θα επιβιώσουν μόνο με το μαιευτικό κομμάτι τα επόμενα χρόνια».
Οσο για τις μαίες, σύμφωνα με την κ. Ποντίκη, έχουν αρχίσει να μπαίνουν ολοένα και πιο ενεργά στο κομμάτι της συμβουλευτικής (τοκετού, θηλασμού κ.ο.κ.), της ψυχοπροφύλαξης, αλλά και της γονεϊκότητας. Αν και είναι νέοι σχετικά τομείς για τις ίδιες, έχουν όμως μεγάλη ζήτηση από τους νέους γονείς.